Οι αφίσες, τα αεροπανό και οι συγκεντρώσεις των «εργατών και απολυμένων του Βοτανικού και συμπαραστατών» με θέμα την ανέγερση του εμπορικού κέντρου του Βωβού στον Βοτανικό εισήγαγαν μια ιδιότυπη θεματολογία στην κοινωνιολογία των εργατικών αγώνων. Με αρνητικότατο πρόσημο. Η θεματολογία δεν είναι άλλη από την ανταγωνιστική σχέση των μισθωτών σκλάβων με το περιβάλλον και τη φύση. Είναι δεδομένο ότι τα αφεντικά, οι εργολάβοι, οι ομάδες μεγάλων συμφερόντων έχουν από καταβολής του καπιταλισμού εχθρικότατη σχέση με το περιβάλλον και ιδιαίτερα με κάθε περιβάλλον που απέχει μερικά χιλιόμετρα από τον περίβολο των πανάκριβων σπιτιών τους. Επίσης, η μισθωτή εργασία, ιστορικά ως η πιο αλλοτριωμένη μορφή μετασχηματισμού της φύσης, ως φυσικό επακόλουθο των επιλογών και των επιβουλών του Κεφαλαίου, ασκεί μια αυτονόητη εναντίωση σε αυτό που μετασχηματίζει και στην ουσία λεηλατεί με σαφείς και συγκεκριμένους όρους: στη φύση. Η πρόσληψη από τους μισθωτούς σκλάβους, ωστόσο, αυτής της ανταγωνιστικής σχέσης -με δεδομένο ότι η μισθωτή εργασία δεν είναι παρά ένας επιβιωτικός μονόδρομος, ένας ωμός εκβιασμός- είναι ταυτόχρονα και προβληματική για το Κεφάλαιο. Δεν πρόκειται μόνο για μια προβληματική που βασίζεται στο ότι οι μισθωτοί σκλάβοι είναι οι φυσικοί φορείς, αυτοί που πραγματώνουν αυτή τη αλλοτριωτική, επιθετική, ανταγωνιστική σχέση του Συστήματος με τη φύση και, επομένως, την βιώνουν με έναν τρόπο που εύκολα μπορεί να αντιστραφεί και να μετατραπεί σε ανατρεπτική εμπειρία, σε πεδίο συνειδητής άρνησης και πολιτικής εναντίωσης στη συγκεκριμένη συνθήκη. Αυτό που πυροδοτεί τα ενδεχόμενα δυναμικής αντίθεσης προς το Σύστημα σε όλο το φάσμα των κοινωνικών σχέσεων είναι ότι οι μισθωτοί σκλάβοι είναι αυτοί που συνθήθως έχουν τα σπίτια τους εκεί που εργάζονται, μένουν και μεγαλώνουν αυτοί/ές και οι οικογένειές τους ακριβώς πάνω στην λεηλατημένη φύση. Υφίστανται οι ίδιοι το αποτέλεσμα της αλλοτριωμένης τους εργασίας, βιώνουν τα ολοκληρωτικά αποτελέσματα του ωμού εκβιασμού στο σύνολο της καπιταλιστικής καθημερινότητας.
Το Κεφάλαιο, παρακολουθώντας αυτήν ακριβώς τη συνθήκη και προσπαθώντας να κρατήσει ισορροπίες μπροστά σε ένα ανεπιθύμητο ενδεχόμενο, διαχειρίζεται τις σχέσεις αντιστοιχίζοντας τα δεδομένα και οξύνοντας τον ωμό εκβιασμό. Σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, η εταιρία «Χημικά Λιπάσματα» στην Δραπετσώνα, για πάρα πολλά χρόνια το μεγαλύτερο εργοστάσιο στα Βαλκάνια, προσλάμβανε ως εργάτες μόνο δημότες της Δραπετσώνας. Έτσι, σε δύσκολους καιρούς, εξασφάλιζε την σιωπή των εργατών μπροστά σε φαινόμενα όπου οι τοξικοί ρύποι τρυπούσαν τα ρούχα των εργατών την ώρα της δουλειάς, καθώς έσταζαν από τρύπιους σωλήνες, και με τα φουγάρα μαύριζαν τα ρούχα από τις μπουγάδες στις αυλές και τις ταράτσες της περιοχής. Η εταιρία γνώριζε ότι με οποιονδήποτε άλλον τρόπο ο κόσμος της Δραπετσώνας θα ξεσηκωνόταν. Ένα κομμάτι ψωμί λοιπόν έσωζε από τον άμεσο θάνατο αλλά υποθήκευε τις ζωές των εργατών, των εργατριών και των παιδιών τους σε έναν αργό θάνατο. Αντίστοιχο παράδειγμα σήμερα είναι οι εργάτες της ΔΕΗ στην Πτολεμαϊδα και τις γύρω περιοχές που πληρώνονται με παχυλούς μισθούς –της τάξης ακόμη και των 2500 ευρώ το μήνα- για να μην ανέχονται οποιαδήποτε φωνή ενάντια στα περιβαλλοντικά εγκλήματα της εταιρίας την ίδια στιγμή που οι ίδιοι και τα παιδιά τους πεθαίνουν σωρηδόν από καρκίνο.
Η υπόθεση αυτή των “εργαζομένων και απολυμένων του Βοτανικού και συμπαραστατών” έρχεται να επιβεβαιώσει αυτή την απαράδεκτη λογική. Από τη μία μεριά ο μεγαλοεργολάβος Βωβός κάνει όλη τη θεσμική δουλειά για να άρει τις εναντιώσεις στην ανέγερση του εμπορικού κέντρου και από την άλλη οι εργάτες που πρόκειται να ζευτούν στο έργο κάνουν την κοινωνική δουλειά στήνοντας ένα αντι-κίνημα στο δρόμο. Επιχειρηματολογούν με φτηνή και βλακώδη ρητορεία (όπως «μόλυνση είναι η ανεργία»: αυτό που λείπει από τους άνεργους τώρα είναι να τους θεωρούν και μολυσμένους…), κολλάνε παντού λαϊκιστικές αφίσες, στήνουν συγκεντρώσεις ενάντια σε κατοίκους της περιοχής που ζητάνε πράσινο αντί για εμπορικά κέντρα, προσπαθούν να συμμετάσχουν σε πορείες, όπως αυτή τη μέρα της απεργίας 2 Απρίλη από την οποία, ωστόσο, εκδιώχτηκαν κακήν κακώς… Δεν είναι πολλοί. Είναι όμως αρκετοί για να στήσουν έναν μικρό στρατό του Βωβού και να διεκδικήσουν την κοινωνική νομιμοποίηση των πασίγνωστων τσιμεντένιων συμφερόντων του.
Σε έναν καπιταλισμό που έχει ξεπεράσει τα όριά του σε σχέση με το περιβάλλον και αναζητά πράσινες μεταλλάξεις, σε μια Αθήνα χωρίς Πάρνηθα, Πεντέλη και Υμηττό μετά τις τελευταίες πυρκαγιές, σε μια Δυτική Αθήνα που μένει εμβρόντητη από τις απεχθείς περιβαλλοντικές εξελίξεις στο Θριάσιο Πεδίο δεν υπάρχει περίπτωση να προκριθούν τα αιτήματα του κοινωνικά εγκάθετου στρατού του Βωβού. Αυτοί οι «εργαζόμενοι» γίνονται -όλο και περισσότερο- τόσο απεχθείς όσο και το αφεντικό τους…